Η τέχνη του ψηφιδωτού είναι μια τέχνη αυτόνομη. Η πέτρα, το βότσαλο, η υαλόμαζα, έγιναν εδώ και πολλά χρόνια μέσα έκφρασης του τεχνίτη και γνώρισαν κατά καιρούς μια μοναδική, αξεπέραστη ακμή.
Τα πρώτα γνωστά ψηφιδωτά βρέθηκαν στην εγγύς Ανατολή, στη Μεσοποταμία και υπολογίζεται πως είναι του 3000 π.Χ.
Πρώτοι οι ΄Ελληνες, πριν την Αλεξανδρινή εποχή, ανέπτυξαν τα ψηφιδωτά σε ουσιώδη τέχνη. Αναφορές όμως στα ψηφιδωτά της Κύπρου πηγαίνουν πίσω στο 1563 όταν έγινε η πρώτη αναφορά σε μωσαϊκό δάπεδο στο παλάτι στη Σαλαμίνα από κάποιο περιηγητή. Δεν υπήρχε καμιά άλλη αναφορά για τα ψηφιδωτά της Κύπρου μέχρι τον 19ο αιώνα, όπου σποραδικές αλλά συνεχόμενες ανασκαφές έφερναν στην επιφάνεια ψηφιδωτά δάπεδα. Η εικόνα για τα ψηφιδωτά της Κύπρου άλλαξε όμως όταν από το 1960 και μετά, ανασκαφές έφεραν στην επιφάνεια τα υπέροχα ψηφιδωτά της Πάφου, του Κουρίου, της Σαλαμίνας, κ.ά. ΄Ετσι η Κύπρος, τουλάχιστον από τη Μεσο-Ρωμαϊκή εποχή ανακηρύσσεται σαν ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα ψηφιδωτού της ανατολικής Μεσογείου.
Η Κύπρος καλύπτεται για την κατασκευή ψηφιδωτού από μια περίοδο περίπου 1000 χρόνων, από την Ελληνιστική περίοδο, τη Ρωμαϊκή, την πρωτο Χριστιανική και πρωτο Βυζαντινή περίοδο μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ. όπου η Αραβική εισβολή έφερε την παρακμή της τέχνης αυτής στη Κύπρο.
Εξαιρετικής σημασίας ψηφιδωτά είναι αυτά της Παναγιάς Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη που σώζονταν μέχρι το 1979. ΄Ηταν από τα λίγα απομεινάρια των ψηφιδωτών διακόσμησης των ναών πριν την εικονομαχία με μοναδικά εικονογραφικά χαρακτηριστικά. Αν και το παραδεισιακό τοπίο μέσα στο οποίο εικονίζεται η σύνθεση της Θεοτόκου μεταξύ των Αρχαγγέλων στα ψηφιδωτά της Κανακαριάς, δεν είναι ασυνήθιστο κατά τη προβυζαντινή περίοδο, η φωτεινή δόξα που περιβάλλει την ένθρονη Θεοτόκο με το Χριστό είναι εικονογραφικό στοιχείο μοναδικό κατά τη προβυζαντινή περίοδο και ανεπανάληπτο στον βυζαντινό κόσμο αργότερα. Τα ψηφιδωτά αυτά αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τους ζωγράφους και ψηφοθέτες του Βυζαντινού κόσμου, ιδιαίτερα της Κωνσταντινούπολης. Δυστυχώς τα ψηφιδωτά αυτά κατά την αφαίρεση τους, με βάρβαρο τρόπο, μετά την Τουρκική Εισβολή, καταστράφηκαν και όσα αποκολλήθηκαν από τη θέση τους σε υποφερτή κατάσταση, εξήχθηκαν και πουλήθηκαν λαθραία.
Μερικά χρόνια αργότερα εντοπίσθηκαν ορισμένα από τα ψηφιδωτά και η Κυπριακή Κυβέρνηση και η Εκκλησία της Κύπρου κίνησαν αγωγή στον κάτοχο τους. Τα ψηφιδωτά επεστράφησαν κατά το 1991 αλλά σημαντικά αλλοιωμένα. Τώρα εκτίθενται στο Βυζαντινό Μουσείο του Πολιτιστικού Κέντρου του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ στη Λευκωσία.
Η Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας σήμερα με τα δεδομένα της παράδοσης και τη σημερινή εξέλιξη της τεχνικής κατασκευής, συνεχίζει την αξιοποίηση του υλικού της ψηφίδας για να ξαναβρεί το ψηφιδωτό τη θέση του στο δάπεδο και στον τοίχο μέσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους για να αποκτήσουν εσωτερικοί και εξωτερικοί χώροι χαρακτήρα αισθητικό και με κάποιο νόημα, μορφή και οντότητα. Μπορεί η Κύπρος μας να προσφέρει και πάλι ψηφιδωτά που να διαρκέσουν μέσα στο χρόνο. Υπάρχει η μακριά παράδοση, υπάρχουν τα υλικά που η φύση απλόχερα μας παρέχει, υπάρχει η γνώση. Δεν μένει παρά να πλάσει του τεχνίτη το χέρι.